- κεφαλίδιον
- κεφαλίδιον, τὸ (Α)1. μικρό κεφάλι, κεφαλάκι2. στον πληθ. τα κεφαλίδιαείδος φαγητού.[ΕΤΥΜΟΛ. < κεφαλή + υποκορ. κατάλ. -ίδιον (πρβλ. κεραμ-ίδιον, φιαλ-ίδιον)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κεφαλίδιον — neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κεφαλή — Το άνω άκρο του ανθρώπινου σώματος ή το πρόσθιο μέρος του σώματος των ζώων, όπου εδράζεται ο εγκέφαλος, η είσοδος του πεπτικού σωλήνα, τα αισθητήρια όργανα, περισσότερο ή λιγότερο τελειοποιημένα, καθώς και άλλες δομές, όπως οι τρίχες. Η κ. των… … Dictionary of Greek
ԹԱԿԱՂԱՂ — (ի, աց.) NBH 1 0793 Chronological Sequence: Early classical, 11c, 13c գ. ԹԱԿԱՂԱՂ գրի եւ ԹԱԿԱՂԱԿ. κεφαλίδιον, κεφάλιον, κεφαλίς capitulum, capitellum Գլուխ սեան. վերնախարիսխ. խոյակ. (իբրու թագ, թաքքեա. կամ թակ ʼի վերայ գլխոյ սեան). *Սիւն մի հրեղէն … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)